Κύηση σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας

Όλο και πιο αργά στη ζωή τους αποφασίζουν οι γυναίκες να αποκτήσουν παιδί. Είτε γιατί δεν επιθυμούν δέσμευση σε νεαρή ηλικία, είτε γιατί δίνουν προτεραιότητα στις σπουδές και την καριέρα, είτε γιατί δυσκολεύονται να τεκνοποιήσουν και καταφεύγουν σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η μέση ηλικία των γυναικών κατά την τεκνοποίηση στην Ελλάδα έχει ξεπεράσει τα 30 έτη προ πολλού, ενώ μία στις πέντε γυναίκες κάνει παιδί στην ηλικία των 35-40 χρόνων.


Η γονιμότητα είναι το πρώτο πρόβλημα που σχετίζεται με την ηλικία. Η γονιμότητα της γυναίκας ελαττώνεται σταδιακά μετά τα 35 έτη και αυτή η πτώση επιταχύνεται μετά τα 40. Σ’ αυτό συντελούν πολλοί παράγοντες: Η συχνότητα των σεξουαλικών επαφών ελαττώνεται με την ηλικία, κατά συνέπεια ελαττώνεται και η πιθανότητα σύλληψης. Γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας έχουν περισσότερους ανωορρηκτικούς κύκλους, δηλαδή παράγουν λιγότερα ωάρια ανά έτος. Η ποιότητα των ωαρίων πέφτει με την πάροδο της ηλικίας και συνεπώς αυξάνονται οι γενετικές ανωμαλίες και οι αποβολές. Επίσης, η γονιμότητα του άνδρα και η ποιότητα του σπέρματος επηρεάζονται από την ηλικία, αν και λιγότερο.


Οι μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έχουν μικρότερη αποτελεσματικότητα όσο η ηλικία της γυναίκας αυξάνει, γεγονός που αντικατοπτρίζει τον μειωμένο αριθμό και την φτωχή ποιότητα των ωαρίων που μπορούν να προσφέρουν οι ωοθήκες. Ωστόσο, η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι αποτελεσματικότερη της φυσικής προσπάθειας, και δεν πρέπει να χάνεται πολύτιμος χρόνος.


Η μεγάλη ηλικία συσχετίζεται με περισσότερες αποβολές πρώτου τριμήνου, μεγαλύτερη πιθανότητα χρωμοσωμιακών ανωμαλιών του εμβρύου, καθώς και με πιο συχνές και σοβαρές επιπλοκές για την έγκυο. Αν και η μητρική και περιγεννητική νοσηρότητα αυξάνουν με την ηλικία της γυναίκας, όταν η μαιευτική φροντίδα είναι υψηλού επιπέδου δεν απέχουν πολύ από τις αντίστοιχες των νεώτερων γυναικών. Συνεπώς οι έγκυες αυξημένης ηλικίας θα πρέπει να παρακολουθούνται εντατικότερα από τον γιατρό τους σε σχέση με τις νεώτερες και το έμβρυο θα πρέπει να ελέγχεται συστηματικά.


Σε αυξημένο κίνδυνο για χρωμοσωμιακές ανωμαλίες (π.χ. σύνδρομο Ντάουν) πραγματοποιούνται επεμβατικές διαγνωστικές εξετάσεις όπως η αμνιοπαρακέντηση (λήψη αμνιακού υγρού) και η λήψη τροφοβλάστης (παρακέντηση του πλακούντα) με τις οποίες λαμβάνονται εμβρυικά κύτταρα και ελέγχεται το γενετικό υλικό τους. Παλαιότερα το μόνο κριτήριο για την εκτίμηση του κινδύνου ήταν η ηλικία, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται επιπλέον ο υπερηχογραφικός έλεγχος της αυχενικής πτυχής και των λοιπών ανατομικών στοιχείων του εμβρύου, καθώς και η εξέταση βιοχημικών παραμέτρων του αίματος της εγκύου. Χρησιμοποιώντας ως μόνο κριτήριο την ηλικία και πραγματοποιώντας επεμβατικές εξετάσεις στις εγκύους άνω των 35 ετών ανιχνεύονταν μόλις οι μισές περιπτώσεις συνδρόμου Ντάουν. Σήμερα, χρησιμοποιώντας τον συνδυασμένο προγεννητικό έλεγχο, το ποσοστό διάγνωσης έχει ξεπεράσει το 90%, μειώνοντας παράλληλα την ανάγκη για επεμβατικές εξετάσεις που συνδέονται με 0,5% πιθανότητα αποβολής.


Η ηλικία αυξάνει την πιθανότητα αποβολής στο πρώτο τρίμηνο της κύησης πολύ πάνω από τον μέσο όρο που είναι 10-20%. Τα έμβρυα που αποβάλλονται είναι μη βιώσιμα λόγω βλάβης στο DNA τους, συνεπώς δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες προς τις εγκύους μεγαλύτερης ηλικίας για την αποφυγή των αποβολών. Οι ίδιες διατροφικές οδηγίες που ισχύουν για τις νεώτερες εγκύους- υγιεινή και ισορροπημένη διατροφή και κατανομή των θερμίδων- ισχύουν και για τις μεγαλύτερες. Βιταμίνες, σίδηρος ή άλλα συμπληρώματα δίδονται από τον γιατρό ανάλογα με την περίπτωση, ενώ είναι απαραίτητη η λήψη φυλλικού οξέως. Η αύξηση βάρους που δικαιολογεί η κύηση είναι κατά μέσο όρο 10 κιλά.


Η αυξημένη ηλικία αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για όλες σχεδόν τις παθολογικές οντότητες που μπορούν να επιπλέξουν την κύηση. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι η προεκλαμψία (υπέρταση της κύησης), ο σακχαρώδης διαβήτης, τα θρομβοεμβολικά επεισόδια, η ανεπάρκεια του πλακούντα, ο πρόωρος τοκετός και οι αιμορραγίες. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι να μην υπάρξει καμία επιπλοκή. Συνεπώς η αυξημένη ηλικία δεν αποτελεί αντένδειξη για τεκνοποιία, αλλά ένδειξη για μεγαλύτερη επαγρύπνηση κατά την κύηση. Οι εξετάσεις που απαιτούνται είναι οι συνήθεις με επιπλέον έμφαση στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, του σωματικού βάρους και του σακχάρου, καθώς και στην υπερηχογραφική παρακολούθηση της ανάπτυξης του εμβρύου και της ροής αίματος στον ομφάλιο λώρο. Σε ότι αφορά τον τρόπο τοκετού, η γυναίκα μπορεί να επιλέξει και να έχει φυσιολογικό τοκετό, αν και η ηλικία αυξάνει την πιθανότητα να χρειαστεί καισαρική τομή.

 

Παρά τους όποιους κινδύνους, το θέμα της ηλικίας δεν πρέπει να τρομάζει και να αποτρέπει την γυναίκα που επιθυμεί να τεκνοποιήσει. Εφόσον υπάρχει συστηματική παρακολούθηση της εγκύου και του εμβρύου, η όποια επιπλοκή θα αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά. Με την σωστή ιατρική φροντίδα, το περιγεννητικό αποτέλεσμα δεν απέχει σημαντικά από ότι των νεότερων ηλικιών.

 

 

 

Δρ Μιχαήλ Γ. Λιτός, Μαιευτήρας – Χειρουργός Γυναικολόγος, Ουρογυναικολόγος